Εγκώμιο Ελβετικής Δημοκρατίας

blick-von-und-auf-die-ruetli-wiese

O τίτλος επελέγη να είναι προβοκατόρικος: αφενός για να απαντήσουν (εάν μπορούν) όσοι απαξιώνουν την Ελβετική Δημοκρατία, αφετέρου δε, για να γίνει κατανοητό γιατί απαιτείται προσεκτική, κριτική ανάλυση του ελβετικού πολιτικού συστήματος εξαιτίας των εγγενών περιορισμών και ιδιαιτεροτήτων του. Οι ίδιοι οι Ελβετοί βέβαια θα αδιαφορούσαν μάλλον, για εγκώμια (ή τον ψόγο) επειδή η Δημοκρατία τους έγινε από τους ίδιους, για να αρέσει στους ίδιους. Οι απόψεις των τρίτων συνήθως πέφτουν διακριτικά στο κενό.

Πρέπει να γίνει κατανοητό από την αρχή ότι το Ελβετικό μοντέλο δεν αποτελεί πανάκεια για όλα τα προβλήματα, ούτε είναι δυνατόν να εφαρμοστεί παντού με τη λογική της “τυφλής” αντιγραφής. Ωστόσο, αξίζει να μελετηθεί προσεκτικά, επειδή προσφέρει ένα ρεαλιστικό παράδειγμα για τις θετικές επιπτώσεις των Δημοψηφισμάτων πρωτοβουλίας πολιτών στην άσκηση της εξουσίας, παράδειγμα το οποίο λειτουργεί σε πραγματικές πολιτικές συνθήκες σε βάθος αιώνων. Επιπλέον, το μέγεθος της χώρας, η κοινοτιστική βάση της κοινωνίας και το ότι βρίσκεται στην Ευρώπη [1], προσφέρει κάποιου βαθμού συνάφεια με την Ελλάδα.

Η Ελβετική πολιτική ιδιαιτερότητα

flag-in-appenzell-1024x768

Αδρά, υπάρχουν 3 πρωτεύοντα χαρακτηριστικά της εσωτερικής πολιτικής και 1 της εξωτερικής που διαμόρφωσαν ιστορικά το πολιτικό της σύστημα με τη σημερινή του μορφή. Αυτά είναι: η αποκέντρωση και η ομοσπονδιακή δομή (καντόνια), οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί και η σταθερής σύνθεσης πολυκομματική κυβέρνηση (γνωστή ως “μαγική φόρμουλα”) για την εσωτερική πολιτική σκηνή, ενώ στο εξωτερικό, το κύριο χαρακτηριστικό της Ελβετικής Δημοκρατίας είναι η ένοπλη ουδετερότητα.

Συνοπτικά ισχύει για το καθένα:

I) Η ομοσπονδιακή της δομή είναι απότοκο της ιστορικής πορείας της Ελβετίας με τη σταδιακή ένωση ανεξαρτήτων πολιτικών οντοτήτων των Άλπεων ή πέριξ αυτών, ή μετά από απόσχιση από μεγαλύτερα καντόνια [πιο πρόσφατο παράδειγμα η Γιούρα στα μέσα του 20ου αιώνα]. Αν και η ομοσπονδιακή δομή δεν θα είχε νόημα στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες που δεν έχουν την ιστορική εξέλιξη της Ελβετίας), πρέπει να σημειωθεί ότι βασική, δομική μονάδα του πολιτεύματος είναι η κοινότητα, η οποία απολαμβάνει υψηλού βαθμού αυτονομία και από το καντόνι και από το ομόσπονδο κράτος, κάτι που θα ήταν εφικτό στην Ελλάδα. Οι ελληνικές κοινότητες είχαν αποκτήσει αυτονομία για τα ζητήματα τους επί τουρκοκρατίας (όχι σε ζητήματα φορολογίας και στρατού, φυσικά, καθώς ήταν υποτελείς) και ο δεσμός του Έλληνα με την τοπική κοινότητα ήταν μέχρι πρόσφατα και ισχυρή και σεβαστή.

II) Οι πολίτες της Ελβετίας απολαμβάνουν του δικαιώματος να παρεμβαίνουν άμεσα στην εξουσία, είτε ακυρώνοντας πράξεις με τις οποίες δεν συμφωνούν, είτε προτείνοντας δικούς τους νόμους – σημαντικό στοιχείο είναι ότι οι θεσμοί αυτοί λειτουργούν μόνο μετά από πρωτοβουλία των πολιτών και ισχύουν και στα τρία επίπεδα διοίκησης: εθνικό, καντονιακό και κοινοτικό. Το πλαίσιο λειτουργίας των θεσμών αυτών είναι δοκιμασμένο στο χρόνο, έχει περιθώρια βελτιώσεων αλλά γενικά διευκολύνει και δεν εμποδίζει την πολιτική έκφραση της βούλησης των πολιτών (π.χ. απουσία ορίου συμμετοχής για εγκυρότητα). Όλα τα δημοψηφίσματα διεξάγονται σε 4 προκαθορισμένες δημοψηφισματικές ημερομηνίες εντός του έτους.

Συνταγματικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν χωρίς να τις ζητήσουν και εγκρίνουν οι πολίτες. Επίσης, εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας (π.χ. συμμετοχή στον ΟΗΕ) δεν μπορεί να ισχύσει χωρίς επικύρωση από τους πολίτες. Για παράδειγμα, οι Ελβετοί είχαν απορρίψει, με οριακή πλειοψηφία, την ένταξη στην Ε.Ε. μετά από δημοψήφισμα. Σε συνδυασμό με την αποκέντρωση εξουσιών, τα τοπικά δημοψηφίσματα θα μπορούσαν να ήταν ένα ιδανικό εργαλείο ελέγχου των τοπικών αρχών από τους πολίτες στην Ελλάδα, με προφανέστερο (αλλά όχι το μοναδικό) αποτέλεσμα την μείωση των σπαταλών. Αλλά και σε εθνικό επίπεδο, τα δημοψηφίσματα έχουν προφανή ευεργετικά αποτελέσματα τόσο στις σπατάλες, όσο και στην ποιότητα λειτουργίας της Εξουσίας και του Κράτους.

III) Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Ελβετίας αποτελείται σταθερά από επτά μέλη (υπουργοί και πρωθυπουργός) που προέρχονται από πέντε κόμματα (ήταν τέσσερα μέχρι το 2008). Αποκαλείται η «μαγική φόρμουλα» (magic formula) λόγω της σταθερότητας στη διακυβέρνηση της χώρας, που όμως δεν προϋποθέτει και ομοφωνία. Για κάθε ζήτημα που αφορά εθνικά δημοψηφίσματα, τα κόμματα της κυβέρνησης είναι ελεύθερα να επιλέξουν τη στάση τους – ακόμη και να αντιπολιτευτούν την πρόταση της κυβέρνησης – χωρίς αυτό να δημιουργεί ζήτημα δεδηλωμένης, καθώς τελικά οι πολίτες είναι που θα αποφασίσουν. Αυτό λειτουργεί χωρίς παρενέργειες, όσο ο ρόλος της “άτυπης αντιπολίτευσης” εναλλάσσεται μεταξύ των πέντε κομμάτων και δεν υπάρχει κάποιο που να παίζει σταθερά το ρόλο αυτό.

Το μοντέλο αυτό της διακυβέρνησης είναι δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλα κράτη (ειδικότερα στην Ελλάδα) καθώς βασίζεται σε μία συγκεκριμένη νοοτροπία άσκησης της εξουσίας, εντελώς ξένη στη λογική της “κομματοκρατίας” και την νομής του Κράτους ως λάφυρο, που χαρακτηρίζει το ελληνικό, αμιγώς πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα. Ακόμη κι αν γινόταν προσπάθεια εφαρμογής του, θα κατέληγε σχεδόν αναπόφευκτα σε κακέκτυπο.

Στα τρία αυτά σημεία που χαρακτηρίζουν το πολίτικο σύστημα στην Ελβετία εδώ και για περισσότερο από ενάμιση αιώνα, πρέπει να προστεθεί η αρχή της ουδετερότητας. Η Ελβετία μέχρι τον 19ο αιώνα φημίζονταν ως χώρα εξαγωγής ικανών και αξιόπιστων στρατιωτικών μισθοφορικών σωμάτων (συνήθης πρακτική στους φεουδαρχικούς/ αυτοκρατορικούς στρατούς). Ωστόσο, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Ναπολέοντα να δημιουργήσει την ελβετική republic, καταργώντας τα καντόνια, η χώρα ήταν έτοιμη να βυθιστεί σε εμφύλιο πόλεμο. Χάρις και στις δραστικές ενέργειες του Καποδίστρια, ο οποίος έζησε για κάποια χρόνια στη χώρα ως απεσταλμένος του Τσάρου, οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν τελικά να εγκαταλείψουν την προσπάθεια δορυφοριοποίησης της Ελβετίας στο Συνέδριο της Βιέννης (1814-15) και τελικά επιβεβαίωσαν επίσημα (για πρώτη φορά) την ένοπλη ουδετερότητα της με τη Συμφωνία των Παρισίων.

Η ουδετερότητα έπαιξε αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της τρέχουσας δομής του ελβετικού κράτους. Οι πολίτες-οπλίτες υπηρετούν υποχρεωτικά στο στρατό, κρατούν το στρατιωτικό όπλο με εφόδια στο σπίτι και επανεκπαιδεύονται κάθε 2 χρόνια, αλλά οι στρατιωτικές δαπάνες είναι μειωμένες (περίπου 1% του ΑΕΠ) σε σύγκριση με χώρες όπως η Ελλάδα. Οι χαμηλές δαπάνες και η εγγυημένη ειρήνη αναμφίβολα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ευημερία της χώρας – χωρίς όμως να εμποδίσουν τους ισχυρούς κλυδωνισμούς της τόσο κατά τον Α’ΠΠ (με τη φιλογερμανική στάση αρκετών γερμανόφωνων πολιτών, στρατιωτικών και πολιτικών) όσο και κατά την εργατική/ κοινωνική κρίση του μεσοπολέμου.

Αντίθετα με την ουδετερότητα της χώρας, η οποία όντως παίζει κομβικό ρόλο στην ευημερία της χώρας, δυσανάλογα μεγάλο χώρο στο συλλογικό πολιτικό φαντασιακό μας (τρέφοντας τη σχετική συνωμοσιολογία) καταλαμβάνει ο τραπεζικός τομέας της χώρας. Οι “μαύρες” καταθέσεις είναι μια μελανή κηλίδα, καθώς συχνά τα προτερήματα των Ελβετών τραπεζιτών (εχεμύθεια, αποτελεσματικότητα, διακριτικότητα) συνδέθηκαν με υπηρεσίες σε δικτάτορες, τυράννους, απατεώνες, μεγαλέμπορους ναρκωτικών και κυκλώματα πορνείας, και πολλοί Ελβετοί αντιτίθενται σε πρακτικές που σπιλώνουν τη χώρα τους. Ωστόσο, η μυθολογία για την επίδραση τους στην ευημερία της χώρας έχει τροφοδοτήσει απίθανα σενάρια, ενώ συχνά εμπλέκεται με τα δημοψηφίσματα και την πολιτική ουδετερότητας σε ακόμη πιο φαιδρούς και “ψεκασμένους” θρύλους. Η αλήθεια είναι ότι αν και σημαντικός τομέας στην οικονομία της χώρας, δεν είναι ο μόνος στον οποίο στηρίζεται η ευημερία της. Και όχι … δεν έχουν δημοψηφίσματα οι Ελβετοί επειδή είναι “το θησαυροφυλάκιο του πλανήτη”! Τα δημοψηφίσματα ως θεσμός προϋπήρξαν του ισχυρού τραπεζικού τομέα – ίσως δε, να έπαιξαν ρόλο στην ενίσχυση της αξιοπιστίας και σταθερότητας της χώρας και να τον ενίσχυσαν, αλλά δεν ενισχύθηκαν από αυτόν.

Το παράδειγμα και η μεταφορά του

switzerland-guns

Όπως έγραψα και πιο πάνω, το ελβετικό παράδειγμα δεν είναι θεωρητικό μοντέλο. Υπάρχει, λειτουργεί και προσαρμόζεται στις αλλαγές εδώ και δύο αιώνες (στη σύγχρονη μορφή του) αλλά οι ρίζες του στο χρόνο φτάνουν πολλούς αιώνες πίσω, π.χ. στις ανοιχτές συνελεύσεις (landsgemeinde) των αγροτικών γερμανόφωνων καντονιών, όπου λαμβάνονταν αποφάσεις από κοινού [2]. Τα καντόνια δεν είχαν πανομοιότυπα πολιτικά συστήματα. Σε κάποια, π.χ. την Βέρνη, υπήρχε ένα σύστημα που έμοιαζε αριστοκρατικό, ενώ στη Βασιλεία είχαν περισσότερη πολιτική δύναμη οι αστικές οικογένειες (έμποροι και τεχνίτες) έναντι των κατοίκων την υπαίθρου (εργάτες). Ωστόσο, τον 19ο αιώνα το παλαιό καθεστώς (ancient regime) εγκαταλήφθηκε οριστικά και ξεκίνησε η δημιουργία της ομοσπονδίας, με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες των καντονιών, τη δημιουργία ενός ενιαίου πλαισίου δικαιωμάτων των πολιτών και τη θεσμοθέτηση μηχανισμών επίλυσης των διαφορών και λήψης αποφάσεων.

Όσο κι αν μοιάζει δελεαστικό, η αυτούσια μεταφορά του ελβετικού συστήματος είναι πρακτικά αδύνατη, αλλά ακόμη και εάν το αποτολμούσε κάποιος θα ήταν επικίνδυνη. Είναι διαφορετικό το να αξιολογείς και να στέκεσαι κριτικά απέναντι στο παράδειγμα ελέγχοντας τα γεγονότα, το ιστορικό πλαίσιο και τις κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν και εξέλιξαν τους διάφορους θεσμούς, επιλέγοντας τι και πως θα μεταφερθεί, και άλλο πράγμα να περιμένεις ότι θα “γίνεις Ελβετία” με μαγικό τρόπο, μαϊμουδίζοντας ξένες και ασύμβατες πρακτικές και νοοτροπίες. Κανένας σοβαρός πολίτης, ο οποίος κατανοεί τη λειτουργία και το βάθος των αμεσοδημοκρατικών θεσμών, δεν πρόκειται να ισχυριστεί ότι είναι το πολιτικό εργαλείο που θα λύσει άμεσα κάθε πρόβλημα και θα οδηγήσει αυτόματα στην ανάκαμψη και την ευημερία. Ούτε είναι επίσης η επαναστατική ρομφαία που θα ανατρέψει τα πάντα. Όσοι ευαγγελίζονται τέτοιες λύσεις είναι καταδικασμένοι είτε να προδίδονται εσαεί από καταφερτζήδες ψευδοηγέτες, όπως ο Τσίπρας, είτε να χειροκροτούν αμφιλεγόμενες (έως φαιδρές) επικοινωνιο-πολιτικές περσόνες.

Σε τι ωφελεί τότε να αναφερόμαστε στην Ελβετία; Πρώτα-πρώτα, το ελβετικό παράδειγμα αποτελεί ζωντανή απόδειξη ότι οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν υπέρ των πολιτών: μπορούν να παρέμβουν στην πολιτική διαδικασία, να επιλέξουν αυτό που προτιμούν (και αυτό να γίνει σεβαστό, ως έχει, ακόμη και με οριακή πλειοψηφία), να ακυρώσουν αποφάσεις/νόμους με τα οποία διαφωνούν και να ελέγξουν τις αρχές (π.χ. έλεγχο δαπανών). Επιπλέον, είναι αποδεδειγμένο ότι η ύπαρξη τους και μόνο “εξαναγκάζει” τις αρχές να συνυπολογίζουν τη βούληση των πολιτών στις αποφάσεις τους, γνωρίζοντας ότι αλλιώς είναι πιθανό ότι θα ακυρωθούν. Τέλος, η ίδια η ενασχόληση με την πολιτική, ακόμη και ως ενημέρωση για συγκεκριμένα ζητήματα που μπαίνουν σε δημοψήφισμα, αποτελεί κέρδος: ο ενημερωμένος και δραστήριος πολίτης, είναι καλύτερος πολίτης.

Πέρα από τα αποδεδειγμένα οφέλη όμως, τόσο η αποκέντρωση όσο και η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων (τοπικά & εθνικά) είναι δυο πολιτικά εργαλεία που δεν είναι ξένα προς την ιστορική πορεία των Ελλήνων (κοινά), έστω κι αν η ιστορική τους ολοκλήρωση σε θεσμούς του Κράτους διακόπηκε τον 19ο αιώνα, όταν η Βαυαροκρατία διέκοψε την προσπάθεια του Καποδίστρια για την οικονομική και πολιτική χειραφέτηση των μόλις απελευθερωμένων Ελλήνων, επάνω στη βάση των κοινοτήτων. Αντίθετα, η Βαυαροκρατία προέκρινε τη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού, εσωστρεφούς κράτους, την πολιτική και οικονομική απίσχανση των τοπικών κοινοτήτων (πολιτικός συγκεντρωτισμός, υδροκέφαλος Αθηναιοκεντρισμός) και την αποκοπή μεγάλων αστικών πληθυσμών του εξωτερικού (Αίγυπτος, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) από το εθνικό κέντρο, ώστε να εξυπηρετηθεί η αποικιοποίηση του φτωχού κράτους [3].

Παρά όμως την εχθρική στάση των πολιτικών ελίτ, το πνεύμα αγάπης των Ελλήνων προς τις ιδιαίτερες πατρίδες τους έχει μείνει ζωντανό, όπως επίσης και οι πολυσχιδείς και ουσιαστικοί δεσμοί τους με τους συμπατριώτες τους. Είναι βέβαιο ότι εάν οι πολίτες μπορέσουν να επανακτήσουν τον έλεγχο στη διαχείριση των Δήμων στους οποίους κατοικούν, να ορίζουν τις προτεραιότητες και τα μέσα άσκησης των τοπικών πολιτικών, να ελέγχουν τα κόστη και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και να επεμβαίνουν ενεργά στην πολιτική ατζέντα, τα αποτελέσματα θα είναι θεαματικά και άκρως θετικά. Και όπως είπαμε πιο πάνω, τα θετικά αποτελέσματα δεν θα περιορίζονται μόνο στο επίπεδο κόστους/οφέλους , αλλά και στην ποιότητα άσκησης εξουσίας από τις αρχές, των τοπικών αντιπροσώπων, της πολιτικής σκέψης των ίδιων των πολιτών και τέλος, στο πνεύμα συνεργασίας και κοινοτισμού που θα ενδυναμωθεί με στόχο την επίτευξη κοινών και απτών στόχων. Γιατί η πολιτική, δεν είναι μόνο αφαιρετική, ιδεολογική διαπάλη, αλλά πρωτίστως αφορά απτά, καθημερινά προβλήματα. Αυτό ακριβώς κομίζει και ο θεσμός των δημοψηφισμάτων: την επιστροφή στο σαφές, το καθημερινό και την απομάκρυνση από τις προσωπικές επιθέσεις, τον επικοινωνιακό χειρισμό και τους “σκυλοκαυγάδες” τηλεθέασης.

Σημειώσεις

[1] Αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς έχουν περίπου οι μισές Αμερικάνικες Πολιτείες, ωστόσο υπάρχουν διαφορές στο είδος των δημοψηφισμάτων, τις δυνατότητες που δίνουν στους πολίτες και τις νομικές προϋποθέσεις. Περισσότερες λεπτομέρειες μπορούν να βρεθούν στο “ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ” του Μαρτίου 2016: http://tinyurl.com/zx528ph

Οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί παρουσιάζουν αρκετές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, μεταξύ των οποίων την ύπαρξη Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Μια συνοπτική σύγκριση της Καλιφόρνιας με την Ελβετία υπάρχει στο “ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ” του Απριλίου 2016: http://tinyurl.com/jxctqyk

[2] Δείτε, για παράδειγμα, την “Άμεση Δημοκρατία του Appenzell”, όπως δημοσιεύτηκε στο “ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ” του Ιουλίου -Αυγούστου 2016: http://tinyurl.com/zd3bkcu

[3] Περισσότερες λεπτομέρειες για τον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια και τη Βαυαροκρατία στο βιβλίο “Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας” (επιμ. Γ. Γεωργής) των εκδόσεων Καστανιώτη [π.χ. τα κείμενα του Σπ. Πλουμίδη “Το όραμα του Ιωάννη Καποδίστρια για το ελληνικό έθνος και την κοινωνία” και του Β. Καρδάση “Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας αντιμέτωπος με τα παραδοσιακά κοινωνικά στρώματα”] και το βιβλίο “Η Ελλάδα την εποχή του Όθωνα” των εκδ. Περισκόπιο.

Για τα “κοινά” των Ελλήνων, μπορεί κάποιος να ανατρέξει στο βιβλίο του καθ. Γ. Κοντογιώργη “Έθνος και «εκσυγχρονιστική» νεοτερικότητα” και τον β’ τόμο “1821: Η παλιγγενεσία” του πολύτομου έργου “1204-1922: Η διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού» του Γ. Καραμπελιά.

Χρίστος Δαγρές

Σχολιάστε